νανοφυής

νανοφυής
ης, ες карликовый

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "νανοφυής" в других словарях:

  • νανοφυής — ές (Α νανοφυής, ές) αυτός που έχει ανάστημα νάνου, μικρόσωμος, μικροσκοπικός νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο νανοφυής είδος εντόμου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νᾶνος + φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. μικρο φυής. Η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ.… …   Dictionary of Greek

  • νανοφυεῖς — νᾱνοφυεῖς , νανοφυής of dwarfish stature masc/fem acc pl νᾱνοφυεῖς , νανοφυής of dwarfish stature masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νάνος — Μυθολογικό ον. Είναι γνωστό στη μυθολογία λαών της Ευρώπης ως oν πολύ μικρού αναστήματος, ηλικιωμένο και με γενειάδα, δύσμορφο, με χοντρό κεφάλι και μεγάλο στόμα, πόδια δυσανάλογα και στραβά. * * * και νάννος, ο (Α νᾱνος) άνθρωπος εξαιρετικά… …   Dictionary of Greek

  • νανοφυΐα — η νανισμός, νανοσωμία. [ΕΤΥΜΟΛ. < νανοφυής. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Άστυ] …   Dictionary of Greek

  • νανόσωμος — η, ο ιατρ. αυτός που έχει σώμα νάνου, νανοφυής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nanosomus < νεολατ. nanosomus < nano (< νᾶνος) + somus (< σῶμα)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»